- στραβομουτσουνιάζω
- αμετ.1) кривиться, кривить рот, лицо; сделать недовольную гримасу; насупиться; 2) делать гримасы; корчить рожи (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραβομουτσουνιάζω — στραβομουτσουνιάζω, στραβομουτσούνιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στραβομουτσουνιάζω — Ν [στραβομούτσουνος] κάνω έντονους μορφασμούς ειρωνείας ή αποδοκιμασίας … Dictionary of Greek
στραβομουτσουνιάζω — στραβομουτσούνιασα, στραβομουτσουνιασμένος, στραβώνω τα μούτρα μου εκδηλώνοντας δυσαρέσκεια: Μόλις το άκουσε, στραβομουτσούνιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι … Dictionary of Greek
στραβομουριάζω — Ν [στραβομούρης] στραβομουτσουνιάζω … Dictionary of Greek
στραβομουτσούνιασμα — το, Ν [στραβομουτσουνιάζω] το να κάνει κανείς μορφασμούς ειρωνείας ή δυσαρέσκειας … Dictionary of Greek
μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)